- δοκιμαστήριο
- το (Α δοκιμαστήριον) [δοκιμαστήρ]νεοελλ.ειδικός χώρος για δοκιμή (κυρίως) ενδυμάτωναρχ.μέσο για να διεξαχθεί δοκιμή ή εξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκιμαστήριο — το ιδιαίτερος χώρος για τη δοκιμή ρούχων σε μοδίστρα, ράφτη ή κατάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)